- ὑψόσ'
- ὑψόσε , ὑψόσεaloftindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek
μεθαιρώ — μεθαιρώ, έω (Α) (μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα * + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν αιρώ)] … Dictionary of Greek
υψόσε — Α επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε, τηλ ό σε)] … Dictionary of Greek